- αλεσιά
- η [αλέθω]1. άλεση, άλεσμα2. ποσότητα δημητριακών, καφέ κ.λπ., που παίρνουμε με ένα άλεσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεσιά — η ποσότητα που αλέθεται σε μια δόση: Δεν είχαν παραπάνω από μια αλεσιά καφέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλεσία ή Αλέζια — Αρχαία γαλατική πολιτεία, γνωστή από τους πολέμους του Ιουλίου Καίσαρα εναντίον των Γαλατών και τη μακροχρόνια πολιορκία της που έληξε με την κατάληψή της από τους Ρωμαίους το 52 π.Χ. Εκεί βρίσκεται σήμερα η γαλλική πόλη Αλίζ Σιρ Σεν (Alise sur… … Dictionary of Greek
Ἀλεσίας — Ἀλεσίᾱς , Ἀλέσιος fem acc pl Ἀλεσίᾱς , Ἀλέσιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀλεσίᾱς , Ἀλεσίη fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεσίαν — Ἀλεσίᾱν , Ἀλέσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЛЕЗИЯ — • Alesia, Άλεσία, укрепленный, лежавший на возвышенности город мандубов в Gallia Lugdunensis, при реках Лутозе и Озере; по преданию, построен был Гераклом (Diod. Sic. 4, 19). Здесь знаменитой осадой решен был исход борьбы Цезаря с… … Реальный словарь классических древностей
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
Βερκινγκετόριξ — (Vercingetorix, ; – 46 π.Χ.). Αρχηγός των Γαλατών, σύγχρονος και αντίπαλος του Ιουλίου Καίσαρα. Γεννημένος στην Αρβέρνη, γιος του πρίγκιπα Κελτίλου, ο Β. ύψωσε τη σημαία της εξέγερσης εναντίον των Ρωμαίων στο τέλος του 53 π.Χ., κατά τη διάρκεια… … Dictionary of Greek
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek